|
Father Forgets
του W. Livingston Larned
Το απόγευμα πάλι, ξανά από την αρχή. Όπως ερχόμουνα, σε είδα γονατιστό στο δρόμο να παίζεις με τους βόλους σου. Οι κάλτσες σου είχαν τρύπες. Σε έκανα ρεζίλι στους φίλους σου και σε έβαλα μπροστά για να γυρίσουμε σπίτι: «Οι κάλτσες είναι», λέει, «ακριβές» σου είπα, «και αν τις αγόραζες μόνος σου θα ήσουν πιο προσεκτικός». Φαντάσου γιε μου τον πατέρα που λέει τέτοια πράγματα. Θυμάσαι, πιο μετά, την ώρα που διάβαζα στη βιβλιοθήκη και ήρθες ντροπαλά με πονεμένο βλέμμα στα μάτια σου; Εγώ σήκωσα τα μάτια από την εφημερίδα, ενοχλημένος από τη διακοπή και εσύ στάθηκες διστακτικός στην πόρτα. «Τι θέλεις επιτέλους», σου φώναξα απότομα.
Εσύ δεν είπες τίποτε, αλλά έτρεξες σαν την αστραπή και όρμησες στην αγκαλιά μου και έβαλες τα χέρια σου γύρω από το λαιμό μου και με φίλησες, και έσφιξες τα μικρά σου μπράτσα με όλη την στοργή που έχει φυτέψει ο Θεός στην καρδιά σου και δεν την μαραίνει ακόμη και η μεγαλύτερη αφροντισιά. Και ύστερα έφυγες, και άκουσα τα βήματά σου να ανεβαίνουν ανάλαφρα τις σκάλες.
Ε, λοιπόν γιε μου, δεν πέρασαν λίγα λεπτά και ξαφνικά γλίστρησε η εφημερίδα από τα χέρια μου και με έσφιξε ένας πελώριος και τρομακτικός φόβος. Τι μου έκανε αυτή η συνήθεια; Η συνήθεια να βρίσκω λάθη, να επικρίνω- αυτό ήταν το μπράβο μου για εσένα επειδή είσαι ένα αγοράκι; Δεν φταίει ότι δεν σε αγαπάω. Φταίει ότι περιμένω υπερβολικά πολλά από τα νιάτα. Σε μέτραγα με μεζούρα τα δικά μου χρόνια.
Και υπάρχουν τόσα πολλά καλά και σπουδαία και σωστά στο χαρακτήρα σου. Η μικρή καρδιά σου είναι μεγάλη σαν τη χαραυγή την ίδια, πέρα από τους πέρα λόφους. Μου το ‘δειξες με την αυθόρμητη τρεχάλα σου να έρθεις να με φιλήσεις για καληνύχτα. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία απόψε, γιε μου. Ήρθα στο κρεβάτι σου μέσα στο σκοτάδι, και γονάτισα ντροπιασμένος δίπλα σου! Η συγνώμη μου είναι χλωμή. Το ξέρω ότι δε θα καταλάβαινες αυτά τα πράγματα αν σου τα έλεγα όταν είσαι ξύπνιος. Από αύριο όμως, θα είμαι πραγματικός πατέρας! Θα είμαι το φιλαράκι σου και θα υποφέρω όταν υποφέρεις και θα γελάω όταν θα γελάς. Θα δαγκώνω την γλώσσα μου όταν μου έρχονται λόγια ανυπόμονα. Θα λέω και θα ξαναλέω τον τελετουργικό ψαλμό: «Είναι απλώς ένα μικρό παιδί- ένα μικρό αγόρι»!
Φοβάμαι ότι με τα μάτια μου σε έβλεπα μεγάλο άντρα. Όπως βλέπεις όμως τώρα γιε μου, κουλουριασμένος και αποκαμωμένος στο κρεβατάκι σου, καταλαβαίνω ότι είσαι μωρό ακόμη. Χθες ακόμα, ήσουν στην αγκαλιά της μάνας σου. Ακούμπαγες το κεφαλάκι σου στους ώμους της. Σου ζήταγα πολλά, πάρα πολλά.