Έτσι ένι φίλε μου, όπως τα λαλεί ο τίτλος.
Έννεν τα αρχίδια που κάμνουν τους άντρες όπως πολλοί νομίζουν...
Εν η δουλειά που κάμνει τους άντρες!
Το γιαπί, το πυλοφόρι, το μυστρί που λαλεί τζαι το άσμα...
Σήμερα που λες, θα σου μιλήσω για μερικές δουλειές που έκαμα πριν να γινώ κομπιουτεράς. Τότε, στα χρόνια της αθωότητας, στα μαθητικά τα χρόνια που ελάλεν τζι η Άννα...
Έναν φεγγάριν που λες εδούλεψα σε έναν μπακκάλλικον-παύλα-σούπερμαρκετ, όι πολλά μακριά που τη γειτονιά μου στη Λάρνακα. Είμασταν τότε 2 "μητσιοί" στο σούπερμαρκετ τζαι η δουλειά μας ήταν να βάλλουμεν τα ψώνια (no pun intended) μες τες τσέντες, να βοηθούμεν τον κόσμον με το κουβάλημαν αν εχρειάζετουν τζαι γενικά οποιανδήποτε άλλη βοήθεια εχρειάζετουν μες το μαχαζίν. Κουβάλημαν κασιών με χόρτα τζαι λαχανικά, κουβάλημαν κασιών που την αποθήκην για να μπουν πας τα ράφκια κλπ.
Στο σούπερμαρκετ επήεννα κάθε Σάββατον πρωίν, ως το μεσημέριν τζαι έπιαννα θυμούμαι τότε £12 μεροκάματον. Αν βάλεις τζαι τα ττίψ που εδιούσαν οι πελάτες κλπ, μια χαρά ππαράς ήταν για έναν μαθητήν.
Μετά το πέρασμαν που το σούπερμαρκετ, είπαμεν να δοκιμάσουμεν την τύχη μας τζαι σε άλλου είδους δουλειές. Επιάαμεν λοιπόν τη στράτα με 2 κολλητούς να πάμεν να ζητήσουμεν δουλειάν σε εργοστάσιον! Επήαμεν που λες σε έναν εργοστάσιον που κάμνει κωλόχαρτα τζιαμέ κοντά στο Νοσοκομείον.
Εμπήκαμεν μέσα, είδαμεν έναν τύπον τζιαμέ τζαι εζητήσαμεν του να μιλήσουμεν με τον διευθυντή. Ερώτησεν μας ποιοί είμαστεν τζαι τί τον θέλουμεν, είπαμεν του τα ονόματα μας τα μικρά τζαι ότι θέλουμεν να μιλήσουμεν με τον ίδιον, εκατάλαβεν τζι ο υπάλληλος ότι εν έshει νόημαν να μερώννει πελλούς τζαι επήρεν μας στο γραφείο του διευθυντή. Ακολούθησεν ο εξής σύντομος διάλογος:
Δ: διευθυντής, Ε: εμείς (εμιλούσαμεν τζι οι 3 μαζί)
Δ: καλημέρα κοπέλλια
Ε: καλημέρα
Δ: τί με θέλετε;
Ε: θέλουμεν δουλειάν
Δ: τί δουλειάν;
Ε: ότι έσιετε, δαμέ στο εργοστάσιον
Δ: δαμέ στο εργοστάσιον μπορώ να πιάσω έναν, εν έχω παραπάνω θέσεις
Ε: μα θέλουμεν να είμαστεν τζι οι 3 μαζίν
Δ: εν γίνεται
Ε: ευχαριστούμεν, γειά σας
Δ: στο καλόν
Με συνοπτικές διαδικασίες, ο κωλοχαρτοκατασκευαστής έσιεσεν μας.
Δεν επτοηθήκαμεν όμως, επιάσαμεν το λεωφορείον τζαι επήαμεν στη Βιομηχανική Περιοχή ποτζί πον η Αραδίππου που εν γεμάτον εργοστάσια. Εμπηχτήκαμεν σε έναν εργοστάσιον, το πρώτον που ήβραμεν μπροστά μας. Έκαμνεν ρούχα. Ξανά μανά, επήαμεν στον διευθυντή, εσυστηθήκαμεν τζαι εζητήσαμεν δουλειάν. Επροσλάβαν μας τζαι τους 3! Πάνω χαρά μας!
Επήρεν μας στο λογιστήριο, επιάσαν τα στοιχεία μας τζαι ώσπου να δεις τζαι να πείς, είχαν μας έτοιμες τζαι τες κάρτες μας τες οποίες "εχτυπούσαμεν" κάθε πρωίν για να καταγράφουνται οι ώρες μας.
♪♫ η φάμπρικα η φάμπρικα δε σταματά....δουλεύει νύ δουλεύει νύχτα μέρα...♪♫
Η δουλειά μας εμάς ήταν μες την αποθήκην. Είμασταν εμείς οι 3 οι φίλοι
που τρώμεν το σταφύλιν τζι ένας άλλος τύπος, πιο μεγάλος που μας. Επίσης μαζί μας ήταν τζι ο Μάϊκ, ένας Σριλανκέζος ο οποίος εδούλευκεν τζαι τζίνος μες το εργοστάσιον μαζί με τη γεναίκα του. Η γεναίκα του ήταν καθαρίστρια. Έρκουνταν κάθε πρωίν με μιαν Α100 στη δουλειά. Ο Μάϊκ με το κράνος του οδηγός τζαι η γεναίκα του να κάθεται πίσω του πλευρόν, με τα πόθκια της τζαι τα θκιό που την μιαν πλευράν της μοτόρας.
Καλόν παιδίν ο Μάϊκ, αλλά ήταν τζαι σιεηττάνης που τον θωρείς. Άμαν εκόντευκεν 10 η ώρα, εκάμναμεν διάλειμμαν να φάμεν καμιάν τυρόπιτταν, να πιούμεν κανέναν αναψυκτικόν, να φάμεν καμιάν σιοκολάταν κλπ. "Απήπι" εφώναζεν μας ο Μάϊκ άμαν εγίνετουν 10 η ώρα, διάλειμμαν τάχα. Τζαι είχαμεν κάμει τζαι μιαν συμφωνίαν μεταξύ μας, κάθε μέρα να τζιερνά τζαι ένας τα ληξιά. Μιαν ημέραν που ήταν η σειρά του Μάϊκ να τζιεράσει, χασιμιός ο κκεραττάς!
Ρε εγυρίσαμεν την αποθήκην ούλλην τζι εφωνάζαμεν "απήπι", τίποτε! Άνοιξεν η γη τζι εκατάπιεν τον! Ντάξει, μισή οντζιά ήταν ο γέριμος αλλά πάλε! Ρε πού είσαι, φανερώθου, τίποτε ο Μάϊκ! Με σιόνιν με χαλάζιν!
Επήεν που λες ο κκεραττάς τζι εμπήχτην μες έναν ράφιν, πίσω που κάτι ττόππια ρούχον. Ήταν τζαι σκοτειντά μες το ράφιν, ήταν τζι ο ίδιος μαύρος κατράς, εν εφαίνετουν. Ήβραμεν τον τυχαία ύστερα που ώραν όταν στα πολλά εγέλασεν τζι εφανήκαν τα δόγκια του! Περιττόν να σου πω ότι ετζιέρναν για το υπόλοιπον της εφτομάς να μάθει να μεν κάμνει τατσιλλίκκια!
Ο άλλος ο τύπος, ο πιο μεγάλος, που ήταν ας πούμεν σαν "επικεφαλής" των αρκατών της αποθήκης (εμάς δηλαδή) ήταν ένας τύπος που ενόμιζεν ότι ήταν ο Έλβις. Παρπέττες τες ίδιες, φράντζαν την ίδιαν (ήταν τζαι η εποχή που ήταν στες δόξες του ο Βανίλλα Άϊς αλλά τούτος εν είshεν ανακαλύψει ακόμα τον οξυζιενέ) τζαι γενικά είshεν έναν τουπέ ότι περίπου ήταν η μετενσάρκωση του Έλβις. Εννοείται όμως ότι ήταν έναν παναύριν κινητόν τζαι πόρρω απέιχεν που το είδωλον του. Ο "Έλβις" που λες, κάθε πρωίν που έρκετουν στη δουλειά, έφερνεν μαζί του έναν τσιάρον τζαι μιαν εφημερίδαν. Τζαι το πρώτον πράμαν που έκαμεν με το που έμπαιννεν στην αποθήκην, ήταν να πάει στην τουαλέτταν να shέσει (με το συμπάθκιον τζιόλας), να θκιεβάσει την εφημερίδαν του τζαι να καπνίσει το τσιάρον του. Το έναν και μοναδικό τσιάρον που εκάπνιζεν ούλλη μέρα. Η τουαλέττα μας τζιαμέ στην αποθήκην ήταν λυόμενη, σαν τον τηλεφωνικόν θάλαμον αλλά πιο μεγάλη, με ξύλενα πλακάsh τζαι ανοιχτή πουπάνω.
Μιαν καλήν ημέραν, εκαρτέρουν τον να πάει στην τουαλέτταν τζι επήα έτσι χαλούππα-χαλούππα τζι εγιέμωσα μιαν σύκλαν με νερόν. Εσκαρφάλλωσα πας τα ράφκια με τα ττόπια που ήταν δίπλα που την τουαλέτταν τζι έτσι όπως ήταν ανοιχτή πουπάνω η τουαλέττα, εσημάθκιασα τον τζι έλουσά τον πουπανόσκατον (που πάνω ως κάτω that is). Έκαμά τον ολοπούρπουλλον. Με τσιάρον ήπιεν, με εφημερίδαν εθκιέβασεν με τίποτε. Περιττόν να σου πω ότι εβούραν με ούλλη μέρα μες την αποθήκην αλλά ευτυχώς εν με ήβρεν γιατί ήταν να με κάμει μαύρον (σαν τον Μάϊκ).
Εν το μεταξύ, τζιαμέ στο εργοστάσιον είshεν τζαι μιαν που έκαμνεν το μοντέλλον, τάχα εδοκιμάζαν τα ρούχα που εσχεδιάζαν/εράφκαν πάνω της κλπ. Ήταν όμορφη όντως τζαι ο Έλβις είshεν τζαι κόλλημαν πολλύν μαζίν της. Επροσπάθαν να την φλερτάρει με κάθε ευκαιρίαν. Ανεπιτυχώς έχω να σου πω.
Τζιαμέ στο εργοστάσιον, είshεν τζαι καττίναν τζαι μάλιστα έκαμνεν τζαι σουβλούθκια. Τζαι κάθε μεσημέριν (πριν το μεσημέριν για την ακρίβειαν), επήεννεν όποιος έθελεν τζαι επαράγγελλεν σουβλάκια για να του τα έχουν έτοιμα το μεσημέριν που εκαθούμαστεν να φάμεν. Μιαν ημέραν σαν εκαθούμαστεν να φάμεν τα σουβλούθκια μας, επρόσεξα τον Έλβις ότι επήεν τζι έκατσεν καρτζιήν που την μοντέλλαν. Τζαι σε κάποιαν φάσην επέταξεν της τζαι την ultimate ατάκαν του για να την γοητεύσει...Με ύφος λάγνον τζαι στυλάκι ζεμπρεμιέ, έπιασεν την κοακόλαν του (ποτσού μητσιά με καλαμάκιν μέσα) τζαι πριν να ρουφήσει, λαλεί της "θέλω να πιώ από την κοκακόλα σου". Τζαι τραβά μιαν ρουφκιάν η οποία προφανώς ήρτεν του απότομη τζαι σε κακόν ττάϊμιγκ τζαι επνίηκεν. Η μοντέλλα εφύρτην. Ο Έλβις εσυνάχτην μες τα πετσιά του.
Η δουλειά μες το εργοστάσιον ήταν μονότονη. Ούλλη μέρα να κουβαλάς ττόππια με υφάσματα τζαι να κάμνεις καταγραφήν. Τόσα ττόππια που τόσα μέτρα το τάδε ύφασμαν, τόσα ττόππια που το άλλον τζαι πάει λέγοντας. Το ζόριν το πολλύν ήταν όποτε έρκετουν κοντέϊνερ με ττόππια τζαι έθελεν ξηφόρτωμαν. Τζιαμέ είshεν κούρασην πολλήν. Μιαν ημέραν εζητήσαν μας να μείνουμεν όβερταϊμ αν εθέλαμεν για να περάσουμεν κάτι υφάσματα που μιαν μηχανήν που τα εσιδέρωννεν. Εκάτσαμεν 2-3 ώρες καρτζιήν που μιαν μηχανήν τζαι εβάλλαμεν κάτι κομματούθκια ύφασμαν (ποτζίνα που απορείς γιατί εν τα επετάξασιν ας πούμεν, τί εννα κάμεις μιαν λούραν ύφασμαν ζαοκομμένην;) μες την μηχανήν να σιερωθούν.
Κάθε τέλος της εφτομάς, επερνούσαμεν που το λογιστήριον τζαι επιάνναμεν ο καθένας τον φάκελλον του που είshεν μέσα τον μισθόν του, με βάσην τες ώρες που είshεν καταγράψει η μηχανή που εχτυπούσαμεν την κάρταν μας το πρωίν τζαι το δείλις, τα όβερταϊμ κλπ. Οι Παρασκευές ήταν όπως το μέλιν.
Τα ττόππια εξεκινούσαν που την αποθήκην, εκαταλήγαν στην αίθουσαν που ήταν γεμάτη ράφτενες τζαι ραπτομηχανές, εγίνουνταν φουστάνια, παντελόνια, μπλούζες κλπ, επακκεττάρουνταν, εκασιαρίσκουνταν τζαι εφορτόννουνταν σε φορτηγά τζαι εφεύκαν για την Αγγλίαν. Εν εκινούνταν στην ντόπιαν αγοράν, ήταν μόνον εξαγωγές. Γι' αυτόν αγαπητή μου που εψούμνιζες τότε στα Λονδίνα, έshε υπόψιν σου ότι το φουστάνιν που φορείς μπορεί κάποτε να ήταν έναν ττόππιν ύφασμαν που εκουβάλησεν στην αποθήκην της φάμπρικας ο φίλος σου ο Ινβίκτους!
Το καλόν, έφηκα σου το για το τέλος...γιατί εκτός που το μπακκάλλικον τζαι την φάμπρικαν, ο φίλος σου ο Ινβίκτους εδούλεψεν τζαι σε...γραφείον ταξί! Ναι ναι, όπως σου το λαλώ...
Είχα που λες έναν συγγενήν ταξιτζιήν. Τζαι έναν καλοτζιέριν επήα δουλειάν κοντά του. Εγώ θα ήμουν το "κέντρον" as in "έλα, κέντρον!"
Είχαμεν συμφωνήσει έναν συγκεκριμένον ποσόν την ώραν τζαι ανάλογα πόσες ώρες εδούλευκα την εφτομάν, επληρώννουμουν. Εν αθθυμούμαι τωρά ακριβώς πόσα ήταν η τταρίφα μου αλλά θυμούμαι που είχα έναν δεφτερούιν τζαι εκατάγραφα μέσα πόσες ώρες είχα δουλέψει κάθε μέραν.
Είshεν 3 ταξιά τότε το μαχαζίν τζαι εγώ όπως σου είπα, ήμουν το "κέντρον". Ο συγγενής -ας τον πούμεν Παντελήν- είπεν μου "άμαν έshει κανέναν πελάτην κλπ να μου λαλείς εμέναν στον ασύρματον τζι εννα τα κανονίζω".
Εννοείται πως δεν θα ακολούθουν πλήρως τες οδηγίες! Ήντα "κέντρον" ήμουν άλλωστε; Αν θα κάμεις μιαν δουλειάν, να την κάμνεις όπως πρέπει σιόρ!
Έτσι, άμαν π.χ. επιάνναν τηλέφωνον τζαι εζητούσαν έναν ταξί στην "τάδε διεύθυνση", εγώ έκαμνα το εξής:
Ε: εγώ (το "κέντρον' δηλαδή), Π: Παντελής, Κ: Κούλλης, Φ: Φύτος
Ε: έλα Κούλλη, ώσπου είσαι;
Κ: παίρνω μιαν κούρσαν δαμέ στο Κόλτεν Μπέϊ
Ε: έλα Φύτο, ώσπου είσαι;
Φ: πάω ποδά στη Θεσσαλονίκης να πιάω μιαν κούρσαν
Ε: έλα Παντελή, έχω μιαν κούρσαν που την Χακκέτ
Π: εντάξει
Εννοείται ότι ερώτουν τους άλλους οδηγούς απλά για να ρωτήσω, ιδέαν δεν είχα πού εν η κάθε οδός τζαι ποιός εν πιο κοντά στην οδόν που εζήτησεν ο πελάτης για να τον πέψω. Ηβέντιουάλλι, ήταν να τα κανονίσει ο Παντελής, αλλά εγώ ως "κέντρον" όφειλα να πάιξω τον ρόλον μου.
Τζιαμέ στο γραφείον έρκετουν τζι έναν γερούιν ο οποίος ήταν πολλά χαρακτηριστική φάτσα την τότε εποχήν. Ήταν τυφλός τζι έρκετουν τζι εκάθετουν τζιαμέ τζι επέρναν την ώραν του, ελαλούσαμεν τζαι καμιάν κουβένταν, ετζιέρνουν του τζαι κανέναν χυμόν τζι εποσκολιούμαστεν. Στο γραφείον έρκετουν τζι ο Πακουάς τότε που επούλαν τες "κουμπρέλλες" του στην παραλίαν. Αν δεν είσαι σκαλιώτης εν ξέρεις τον Πακουάν τζι αν ενδιαφέρεσαι να τον γνωρίσεις ατύχησες γιατί επέθανεν. Ο Πακουάς που λες ήταν έναν άλλον πολλά χαρακτηριστικόν γερούιν ο οποίος εγύριζεν τζιαμέ πον η παραλία στες Φοινικούες τζι επούλαν ομπρέλλες (τες οποίες αποκαλούσεν "κουμπρέλλες"). Καλόν τυπούιν τζι ο Πακουάς ο μακαρίτης.
Μιαν ημέραν ήρταν κάτι τουρίστες οι οποίοι εθέλαν ταξίν για να παν στην Πάφον. Μια κούρσα για Πάφον ήταν ότι καλλύττερον, ήταν η πιο μακρινή διαδρομή τζαι η πιο επικερδής βεβαίως βεβαίως. Σήμαν αμέσως στον ασύρματον του Παντελή για να τον ενημερώσω. "Κράτα τους τζιαμέ τζι έρκουμαι!" λαλεί μου.
Τί εννοείς "κράτα τους" σιόρ; Εννα τους πιάω πάνω μου;
Είπα τους να κάτσουσιν πόξω που το γραφείον που είshεν καρέκλες.
Εκάτσασιν.
Ώστι νάρτει ο Παντελής, έρεξεν έναν άλλον ταξίν άλλης εταιρίας, ένεψεν τους, εμπήκαν μέσα τζι εφύασιν! Εγώ έμεινα τζι εθώρουν τους όπως τον χάχαν!
Α μάλιστα, τούτον εννοούσεν "κράτα τους τζιαμέ"!
Τούτον που ΔΕΝ έκαμα!
Α μανούλλα μου, ποιός είδεν τον Παντελήν τζι εν τον εφοήθηκεν με το που ήρτεν...
"Πούντην κούρσαν;" ρωτά με
"Εεεε...έρεξεν ένας τζι έπιαν τους..." απαντώ εγώ
"Τζι άφηκες τον τζι έπιαν τους ρε; Κκιάορκας σου!!!"
Εμμα χάτε! Τί ήταν να κάμω τζι εγώ ο γέριμος!
Ίσιωσεν κατά τον ανταγωνιστήν ο Παντελής, εκαφκαλατίσαν καμπόσον, έπιαν του έναν πελάτην δικόν του τζι έφυεν. Έτσι για την εκδίκησην.
Μετά το ατυχές συμβάν με τους κλεμμένους πελάτες, έληξεν άδοξα τζαι η καριέρα μου ως "κέντρον".
Με τούτα και μ' εκείνα, επεράσαν τα χρόνια τζαι αντιλήφθηκα τζι εγώ ότι εν άλλος ο τομέας μου τζαι επικεντρώθηκα στα κομπιουτερίστικα.
Είμαι ο Ινβίκτους και είμαι καλά.